πτερνοποδία

πτερνοποδία
η, Ν
ιατρ. παραμόρφωση τού άκρου ποδιού που συνίσταται στη ραχιαία κάμψη του στην αστραγαλοκνημική άρθρωση, έτσι που το βάρος τού σώματος πέφτει όλο στη φτέρνα και το βάδισμα είναι βαρύ και ασταθές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πτερνοβάμων — όβαμον, ΜΑ 1. αυτός που κατά τη βάδιση στηρίζεται στη φτέρνα τού ποδιού, πτερνοβάτης 2. αυτός που πάσχει από πτερνοποδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων] …   Dictionary of Greek

  • πτερνοβατώ — πτερνοβατῶ, έω, Ν Μ [πτερνοβάτης] 1. στηρίζομαι στις φτέρνες μου κατά το βάδισμα, είμαι πτερνοβάτης 2. πάσχω από πτερνοποδία …   Dictionary of Greek

  • σκεπαρνοποδία — η, Ν [σκεπαρνόπους] ιατρ. παλαιότερος όρος για την πτερνοποδία …   Dictionary of Greek

  • σκεπαρνόπους — οδος, ο, η, Ν ιατρ. παλαιότερος όρος για τον πάσχοντα από πτερνοποδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεπάρνι + πούς, ποδός. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Ιωάνν. Ορλάνδο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”